|
ο вдовец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдовец? — χήρος как с (ново)греческого переводится слово χήρος? — вдовец — ρεαλισμός — κανονιέρης — νεφρό — μίκραιμα — αντιασθματικός — εξαρθρώνω — χέζομαι — βραχυβιότης — συνειδητότητα — διαπεραιώνομαι — οινοπώλισσα — χρεωκόπος — φυλάττω — σερνικοθήλυκος — κοτζάμπασης — φωνοταινία — κατεργαριά — γόμωση — οχεύς — καπρίτσιο — ρόβι |
|||