|
η газетное дело, журналистика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово газетное дело? — εφημεριδογραφία как на (ново)греческом будет слово журналистика? — εφημεριδογραφία как с (ново)греческого переводится слово εφημεριδογραφία? — газетное дело, журналистика — εύσωμος — μεσοκόβω — φρικωδία — εικοσαπλάσιος — λάγανον — οικειοποιούμαι — αφιλόξενος — δαπάνημα — αναπνευστήρας — ημιστήριξη — αναζωπύρωση — ιατροσυμβούλιο — μικροβόλτ — ζαχαροκαμωμένος — νομισματοσυλλέκτρια — σιγούρεμα — ρεβόλβερ — αξέφραστος — καρβουναρειό — άρρηκτος — γυναικάκιας |
|||