|
το олень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово олень? — λάφι как с (ново)греческого переводится слово λάφι? — олень — σκάλοψ — ακτινοσκοπικός — καταδικός — παρντόν — αποστάθμηση — αιμάσσω — γινατσιάρικα — ντουμανιάζω — βαμβακόφυτος — γιλέκι — Ανθία — δαμετζάνα — κοντοπόδαρος — οπλισμός — διίσμός — σκηνοθεσία — εύροια — περσικός — πτωχοπροδρομικός — εκδούλευση — ημεραργία |
|||