|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδιάντροπα? — — αναρρωννύω — νερόβρασμα — ερρινος — ανθόγαλο — πηλοφόρος — ζωολόγος — μετακόσμιος — χλιδή — αβλαστήμητος — υπόμνηση — έλεος — προθεματικός — αχρόνιαστος — διαθηκώος — αγαθά — σεμνοπρέπεια — χιουμοριστικά — ψαλιδοκέρι — εξισώνομαι — καρυόφυλλο — εκβαίνω |
|||