Новогреческий словарь
συνδετήριος
συνδετήριος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνδετήριος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αιμοστατικός
—
μισό
—
φεγγαρίστικος
—
μουνταίνω
—
γλωσσιά
—
καλιφάτο
—
κατσαριδόσκονη
—
μαγνησιακός
—
μαμμόθρεφτος
—
κονιδάρης
—
εξετέθη
—
νέφος
—
Κινέζος
—
ψυχίατρος
—
αερομοντελισμός
—
γιαουρτάς
—
δίλογος
—
στρατούρι
—
νεοπαγής
—
δυσάρμοστος
—
στανταρτισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве