|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναύξητα? — — μεταμορφώνω — πενήντα — ξεκινώ — αναροτρίωτος — ανάπαλιν — σταμάτισμα — καζμάς — οδοντόκονη — χιόνισμα — αρνησικυρία — τηρητής — εμφιάλωση — ηλιάστρα — ταγγός — χαρακίρι — τυχαιότητα — ξαγρυπνώ — συνεκτικότητα — μαροκινός — χρυσαλοιφή — εκτραχύνομαι |
|||