|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αψαχούλευτος? — — ανεπαρκώς — τριπλάσιος — θεογνωσία — ντραμιτζάνα — υστέρα — αγκαθένιος — σαραντάρισσα — θρησκευόμενος — μεστότητα — σταυροπατέρας — υπόγειο — σκιαξάρης — λαδοχέρης — αντροσύνη — αναστηλώνω — υπερχρεώνω — σαπουνόπερα — ανακρίβεια — τρώομαι — σφαγή — φαγούδικος |
|||