Новогреческий словарь
αμυγδαλωτός
αμυγδαλωτός
1)
миндальный
;
2)
миндалевидный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
миндальный
? —
αμυγδαλωτός
как на
(ново)греческом
будет слово
миндалевидный
? —
αμυγδαλωτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμυγδαλωτός
? — миндальный, миндалевидный
#
(ново)греческий словарь
—
ευεργετώ
—
μόχτος
—
ένεμα
—
ξένα
—
συμβεβηκός
—
αξεφούρνιστος
—
αστιατρικός
—
μάκρεμα
—
πρασίνισμα
—
ηλικία
—
δώρο
—
στομαλίμνη
—
λεβέ
—
πλατσουκομύτης
—
αλογήσια
—
αλεύκαστος
—
κλωστοϋφαντουργική
—
φθογγολογία
—
κορεσμός
—
ερινασμός
—
δακτυλοδεικτουμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве