Новогреческий словарь
χρηματιστική
χρηματιστική
η 1)
техника обогащения
;
2)
маклерство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
техника обогащения
? —
χρηματιστική
как на
(ново)греческом
будет слово
маклерство
? —
χρηματιστική
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρηματιστική
? — техника обогащения, маклерство
#
(ново)греческий словарь
—
αισχρολογώ
—
γραμματοκομιστής
—
καράολος
—
σάξ
—
αναπτύσσω
—
θετικός
—
ανανάς
—
κυτίον
—
λαϊκοαπελευθερωτικός
—
αναξιόλογος
—
αλόγα
—
πλακάκι
—
σύνδρομο
—
σεισμογραφικός
—
συνδιασκέπτομαι
—
λιμένισκος
—
απρόκοπος
—
ψαλιδωτός
—
παραπέρα
—
σηψαιμικός
—
βρωμοκοπώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,