|
ο мелкий дождь; дождливая погода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мелкий дождь? — κατουρλόκαιρος как на (ново)греческом будет слово дождливая погода? — κατουρλόκαιρος как с (ново)греческого переводится слово κατουρλόκαιρος? — мелкий дождь, дождливая погода — ακατάγραπτος — αμπελοφιλόσοφος — δημοπρατήριο — ατόπημα — αντιπροσαγόρευσις — σομμιέ — ινομύωμα — περιθώριο — χουγιαχτό — φωτιοκαμένος — υπεραισθησία — γλέντι — αιματοκυλώ — παραμέρισμα — ψυχοφυσικά — ανεμική — μαστορικά — αξιόπρεπα — δυσεπηρέαστος — αυτοτομία — συρρικνώνω |
|||