Новогреческий словарь
καταπιστευματοδόχος
καταπιστευματοδόχος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταπιστευματοδόχος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υδροδείκτης
—
σοδειάζω
—
γαλάνι
—
φυλλοστρωμένος
—
εμβαδομέτρηση
—
σαφηνισμός
—
διακοσαριά
—
ποιόν
—
αυτόματος
—
βγαίνω
—
ιχθυέλαιον
—
βατράχένιος
—
ραδινός
—
διεθνολόγος
—
βολίμι
—
εμβλαστάνω
—
κτηνάλευρο
—
πάσα
—
ισχυρίζομαι
—
χαροκόπος
—
ούρδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве