|
η прям., перен. поза; κρατώ (или παίρνω) ~ — а) стать в позу; б) важничать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поза? — πόζα как с (ново)греческого переводится слово πόζα? — поза — παραστατικά — προβοσκίδα — τερέτισμα — περιδένω — κολπωτός — νέαση — μηλολόνθη — πλιθάρι — αεροφράκτης — πατρωνάρισμα — λουκέτο — ηλειακός — υποθηκεύω — σχολαστικότητα — ΕΦΕΕ — οχθρός — ιδρός — υποκελευστής — προστρέχω — γιός — οπόταν |
|||