Новогреческий словарь
εξιδρωματικός
εξιδρωματικός
мед.
экссудативный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экссудативный
? —
εξιδρωματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξιδρωματικός
? — экссудативный
#
(ново)греческий словарь
—
διακοσμητικός
—
βουρλός
—
βλαστολόγημα
—
εξώπασχο
—
σπινθήρας
—
μελισσόχορτο
—
αλφαδιαστός
—
μέλαν
—
ανασκευή
—
επαργίλλωσις
—
κασσιτερωτής
—
ενδοφθάλμιος
—
γυφτοφάσουλα
—
ευσταθής
—
μετεωροσκοπία
—
ρημάδι
—
ηγουμενεία
—
μετεξέλιξη
—
συμβατότητα
—
αρχαιολόγος
—
χρεωλυτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве