|
сморкаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сморкаться? — απομυξίζομαι как с (ново)греческого переводится слово απομυξίζομαι? — сморкаться — ποθούμενο — λόξα — φτωχολογιά — οξείδωση — βουτσέλα — προικοδοτώ — επισυμβαίνω — ραβάσι — μεθοδολογικός — κύρτωμα — συνελών — αποθεραπεύω — κοντραμπάστουνο — κοπιαστικός — μισοχώρι — δικτυοπλόκος — έκκόκκιση — Πήγασος — οικοπεδικός — κοιμώμαι — οριακά |
|||