Новогреческий словарь
διπλασίασμα
διπλασίασμα
το 1)
удваивание
;
2) воен.
сдваивание
(рядов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удваивание
? —
διπλασίασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
сдваивание
? —
διπλασίασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπλασίασμα
? — удваивание, сдваивание
#
(ново)греческий словарь
—
ελοσματοειδής
—
διασυμμαχικός
—
θερμοδυναμικός
—
κορνιζωμένος
—
ακτινοβολία
—
πυρσεύω
—
αβλαστολόγητος
—
μπεμπέκος
—
διατηρήσιμος
—
λυκαυγές
—
ευφυολογία
—
ζοχάδα
—
ραδιοπυξίς
—
επιψευδαργύρωση
—
διάλεπτος
—
μαρμάγκα
—
κλαδολογάω
—
μπαούλο
—
εμβατήριο
—
αψιδωτός
—
ασυναφής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве