Новогреческий словарь
πραξικοπηματικός
πραξικοπηματικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πραξικοπηματικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τρωκτικός
—
μουρουνέλαιο
—
αντρειωμένος
—
αρτοποιείο
—
πολύβουος
—
διπλωματούχος
—
ζαλεύω
—
τηκτός
—
εγκαίνια
—
αυριανός
—
διατονικός
—
επαλλαγή
—
πανεράκι
—
γαίμα
—
ιδιόμορφος
—
ορχηστρίδα
—
αντεπιστρέφω
—
εγγυοδοτώ
—
Ιάπωνας
—
λαμπικάρω
—
φακελωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве