Новогреческий словарь
σκάλος
σκάλ|ος
ο
рыхление; окапывание
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рыхление
? —
σκάλος
как на
(ново)греческом
будет слово
окапывание
? —
σκάλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκάλος
? — рыхление, окапывание
#
(ново)греческий словарь
—
κορυβοντιασμός
—
πωγωνοφόρος
—
μαυρόχωμα
—
αντιπερικόχλιο
—
στάγδην
—
ταχύπους
—
ερίνωσις
—
οχλοβοή
—
αποστασία
—
παρακουράζομαι
—
αυτομαστίγωση
—
πετσοκόμματο
—
απομαγνητίζω
—
ξέφραχτος
—
σταθμάρχης
—
τραχηλικός
—
παροργίζω
—
γραυγίζω
—
εμπροσθοφυλακή
—
δυσκολοκατόρθωτος
—
γλωσσιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,