|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεισφερόμενος? — — γελωτοποιώ — διασαφήνιση — αεροτορπίλλη — μηδέν — κάργα — πρόσοδος — περιτέμνω — κατσαμάκι — πεντηκονθήμερος — προστυχιά — δυσβασία — αλειμματένιος — γαϊδουρινός — επιδημία — υψόμετρο — καταχωρώ — συζευγνύω — εκτομεύς — αμυλάζη — εκτομή — αργυρολογώ |
|||