|
το лес #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лес? — ζάλογγο как с (ново)греческого переводится слово ζάλογγο? — лес — δολιεύομαι — ανοητεύω — σησαμοπολτός — ενθουσιαστής — παλιογύναικο — φριζάρισμα — καμουτσί — αμάν — ανθίζω — δεξιότητα — πικρίζω — αναδρομικώς — φρατρικός — βιβλιστής — τσέλιγκας — ασύμπονος — δείλη — νουθετώ — έως — πλαγκτός — Φαίη |
|||