Новогреческий словарь
Αιθίοψ
Αιθίοψ
(-οπός) ο
эфиоп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эфиоп
? —
Αιθίοψ
как с
(ново)греческого
переводится слово
Αιθίοψ
? — эфиоп
#
(ново)греческий словарь
—
ασπρόκωλος
—
βαμβακοπυρίτις
—
βλεννογόνος
—
αυτοματική
—
Κροατία
—
βοηθιέμαι
—
φουντάρω
—
ταγιέρ
—
καβαλλέτο
—
κολποκήλη
—
γυναικοπρεπής
—
τριγωνομετρία
—
σαξόφωνο
—
αρχοντοπούλα
—
καστόρινος
—
κοκκινόχωμα
—
γλυκαίνω
—
ασχημούλα
—
γαλαρία
—
περίαπτο
—
τουμπάνιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве