|
ο кефаль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кефаль? — κέφαλος как с (ново)греческого переводится слово κέφαλος? — кефаль — καθεστηκώς — πόπολο — λιθόστρωτος — επίκληση — αξαγόραστος — δήξη — δικέλλι — ριγέ — σουπιά — οιστρογονοθεραπεία — δίστροτο — ελεεινολογώ — δεκαεξαετής — μοναχισμός — αγονία — αποτώρα — κουντούρα — άχι — αλέα — σμηνίτισσα — μπεζεστένι |
|||