|
утончаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утончаться? — απολεπτύνομαι как с (ново)греческого переводится слово απολεπτύνομαι? — утончаться — γαρμπινός — έντερο — πολυταξιδεμένος — δελφινοκόριτσο — έδεσμα — αποχωρητήριο — έδρανον — κυριεύω — πιθαμφορέας — αρχηγώ — κολεός — σωφρονίζω — αναστατωμένος — αποκρυπτογράφησις — ταμπούρλο — δεσμεύω — αποφλοίωση — βελούχι — αλλοιωτικός — αχιόνιστος — εκθεσιόμετρο |
|||