|
η наём; аренда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наём? — μίσθωση как на (ново)греческом будет слово аренда? — μίσθωση как с (ново)греческого переводится слово μίσθωση? — наём, аренда — ανυποθήκευτος — παραίτηση — βιολόλυρα — ρεγουλάρω — σπιρούνι — σύνθεση — αργόμισθος — ζωογένεια — αστασίαστος — ευθύδρομος — έκλυση — ξέκωλος — νηστεύω — ανθολόγημα — αλέτρισμα — άκυρος — περιπατώ — αποτείνομαι — απαξάπας — εύδαιμονώ — επιπεδόκυρτος |
|||