Новогреческий словарь
καταφρονώ
καταφρονώ
презирать; пренебрегать
;
~ τούς κινδύνους — пренебрегать опасностью
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
презирать
? —
καταφρονώ
как на
(ново)греческом
будет слово
пренебрегать
? —
καταφρονώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταφρονώ
? — презирать, пренебрегать
#
(ново)греческий словарь
—
περικάμπτω
—
μητροκτησία
—
διάπηγμα
—
καθαγίαση
—
ποιήτρια
—
παρέλκυση
—
ταπεινοφροσύνη
—
πεσιμισμός
—
παραπολύ
—
γερουσιαστής
—
χαραμοφάης
—
κουρελιάρισσα
—
αγγελοπετριά
—
απεριόριστο
—
εμφύσηση
—
προμελετημένος
—
πί
—
αφέσιμος
—
ηλικιούμαι
—
γλοιώδης
—
φιλί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,