|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φιμώνομαι? — — διψώ — ερωτάρης — εμπρεσσιονίστρια — στιχοποιία — πάχνη — χαρτοσήμανση — υδροφοβία — επιθεώρηση — πλατυκέρατος — πετροκόπος — αντρούλης — επισείω — τηλεμετρία — γεννοβολιέμαι — λειότητα — επίπονος — ακατάλυτα — κρεμνώ — βαοβάβ — Σάββατο — αρπάγι |
|||