Новогреческий словарь
εξέγερση
εξέγερση
η
мятеж, восстание, бунт
;
ένοπλη ~ — вооружённое восстание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мятеж
? —
εξέγερση
как на
(ново)греческом
будет слово
восстание
? —
εξέγερση
как на
(ново)греческом
будет слово
бунт
? —
εξέγερση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξέγερση
? — мятеж, восстание, бунт
#
(ново)греческий словарь
—
διαμετακομιστικός
—
συστολή
—
περιτριγύρισμα
—
χρωματοφόρος
—
ακριτολογώ
—
αναγκαστικά
—
βαρύτονος
—
απύρετος
—
βρυγμός
—
τριγωνικός
—
συργουλεύω
—
αντιβγαίνω
—
μπατανία
—
ιεροδίκης
—
γονατιστήρι
—
καθημερινός
—
αμαλγαμώνω
—
κοίτασμα
—
καμπυλοειδής
—
αυγατώ
—
βοϊδοκέφαλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,