|
η присоединение; примыкание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присоединение? — προσχώρηση как на (ново)греческом будет слово примыкание? — προσχώρηση как с (ново)греческого переводится слово προσχώρηση? — присоединение, примыкание — γουστέρα — ανεμομέτρια — αντιστοιχώ — ευκολοδιάβαστος — βουτσάδικο — ναυτοδάνειο — εβραίϊσσα — ολόθυμος — ονειριάζομαι — νιφτήρας — μετροφωτογραφία — συμπαρακάθημαι — λοιμική — μουσκαρεύω — πυξός — ακοομέτρηση — νεκρόσυλος — ντουφέκισμα — ανυποθήκευτος — πλειοδοτικός — μεστώνω |
|||