|
το 1) покой; отдых; 2) с.-х. пар; === η γή σέ ~ — земля под паром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покой? — ανάπαμα как на (ново)греческом будет слово отдых? — ανάπαμα как на (ново)греческом будет слово пар? — ανάπαμα как с (ново)греческого переводится слово ανάπαμα? — покой, отдых, пар — τρίφυλλο — καρβουνιασμένος — εφορεύω — μονοβεργίζω — καζάνας — Ληθαίος — πασάρισμα — απαρασημοφόρητος — ανεπικύρωτος — καγκελλώνω — πλάνιασμα — νυχτερεύω — εκκλιση — καμιόνι — κατηγορία — γιαλελί — παρωτίδα — φωτοταχυμέτρηση — μιναδόρος — ευθερμαγωγός — ανυπακοή |
|||