Новогреческий словарь
διημερεύων
διημερεύων
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διημερεύων
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρίθμηση
—
εφεύρημα
—
αρχιμάγειρας
—
συγχροτρόνιο
—
θωρηκτό
—
πολεμόω
—
αφιλοχρήματος
—
άχτι
—
ανάπαυση
—
ιδιότητα
—
ακριβοχέρης
—
αζωογόνητος
—
πεντηκοντούτις
—
αγανά
—
κερχανατζής
—
καμπουριασμένος
—
γαγγλίωμα
—
σχετικός
—
επιχορηγία
—
εξακοσιετηρίδα
—
αλβανόφωνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве