Новогреческий словарь
διακαινήσιμος
διακαινήσιμ|ος
:
η ~ (έβδομος) — пасхальная неделя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακαινήσιμος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βοτανολογία
—
φεουδαρχικός
—
ωδική
—
σύνοικος
—
αιτίασις
—
αναλειωτός
—
Ελλάδα
—
λεβάντες
—
αμπορμπέριστος
—
αλλοίος
—
γεωπονία
—
αγορίστικα
—
εξπέρ
—
Νάρκισσος
—
τιμωρούμαι
—
απροσκύνητος
—
πιστωτής
—
μουστοκούλουρο
—
λουτρατζής
—
τελωνοσταθμάρχης
—
δολίευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве