|
2-е лицо ед. ч. от είμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισαι? — — αμοιβαδικός — προσωνυμία — χολεριασμένος — παρωδούμαι — διπλασίασμα — κανελλόχρους — αφιερώνω — σπαρταράω — αστυΐατρος — δρομάδα — κολχόζ — σεμνότυφος — στάντσα — αμπελοκλαδευτής — αλληλοσχέση — χωραίτης — σκούριασμα — κοραλένιος — διαπέρασμα — βαλανηφόρος — ψυχικό |
|||