Новогреческий словарь
εισαι
εισαι
2-е лицо ед. ч. от είμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διάχωση
—
εργάτρια
—
χωματουργία
—
γερμανομαθής
—
αβόλετος
—
εμπλέκομαι
—
ψευδοπρόβλημα
—
ενωμένος
—
προσανατολιστικός
—
λεαίνω
—
χού
—
προσάρμοση
—
ακοντιστής
—
πετρελαιοκίνητος
—
συντήκω
—
πετροκοπιό
—
κρεοπωλείο
—
αδένια
—
ισονεφής
—
προσκήνιο
—
παινώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,