|
η пайка оловом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пайка оловом? — κασσιτεροκόλληση как с (ново)греческого переводится слово κασσιτεροκόλληση? — пайка оловом — προξενιά — επιθωράκιος — αψαριά — ρεβιθοκοτόσουπα — ανέκδαρτος — βαδιστής — μπούρτζι — τρυφεραίνω — υπουργία — ρευματικός — ανισοκατανομή — νύχτιος — υπεροξείδιο — βροχηδόν — συνελίσσω — απολύτως — αιμοπότις — στενωπή — σκορδίλα — διεπάγην — αυτολάτρης |
|||