Новогреческий словарь
θήρευμα
θήρευμα
το
добыча
(охотничья);
дичь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добыча
? —
θήρευμα
как на
(ново)греческом
будет слово
дичь
? —
θήρευμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
θήρευμα
? — добыча, дичь
#
(ново)греческий словарь
—
ξεμασκαρεύω
—
αρωματικότητα
—
ωχραίνω
—
συμμαζεύομαι
—
αστητος
—
ειδικά
—
άβρεκτος
—
προδιάθεση
—
φορομπήχτης
—
δικαρπώ
—
ψαθοποιείο
—
ανάχλι
—
φιλοποσία
—
υδραργυρικός
—
πυελογράφημα
—
απροεξόφλητος
—
βουτάω
—
ανδριάς
—
ισόχωρος
—
αποφορά
—
επίμικτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,