|
το известковая печь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово известковая печь? — ασβεσταρειό как с (ново)греческого переводится слово ασβεσταρειό? — известковая печь — αήσκιωτος — επιφυλακή — αλάθητος — σύντροφος — γλεντοβολάω — εσπεριδοειδή — αντικεφαλαιοκροτικός — εξέπεσα — αθαυματούργητος — ροδωνιά — αποκληρωτικός — φούντο — αναδίπλωσις — περίαπτον — ξηραίνομαι — βατός — γνέφι — φόρον — οσφρητικότητα — ρεκλάμα — φολλολόγημα |
|||