|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιγγούναρος? — — νεκροφιλία — χειροπέδη — πλαγιασμένος — φουξία — μουρμούρα — μοιροχάρτι — θολωμένος — αποκοιμίζω — λιμνογράφος — ξυλόσπιτο — αισθηματολογικός — ζωύφιο — οζοντισμός — συντάκτης — αμφιδέξιος — κροκάρι — αμούδιαστα — αλόγιστος — κάλαμος — φυλετικότητα — αγγάστρωτος |
|||