Новогреческий словарь
κρητικιός
κρητικιός
1.
критский
;
2. (К.) ο
критянин
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
критский
? —
κρητικιός
как на
(ново)греческом
будет слово
критянин
? —
κρητικιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρητικιός
? — критский, критянин
#
(ново)греческий словарь
—
φιλεοσπλαγχνία
—
ηλικιώτις
—
εκτόπλασμα
—
αποπνιγμός
—
παρακλέβω
—
θεριστικός
—
αχρωμία
—
διανοησιαρχία
—
βοώδης
—
αντήχηση
—
νιάτα
—
κατηγοριάρης
—
αγκαθιάζω
—
αστεϊσμός
—
καμπουρομύτης
—
υποτελωνείο
—
κατάμακρα
—
ηλεκτροεγκεφαλογραφία
—
μαστροχαλαστής
—
αποσβολωμένος
—
Ευτέρπη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве