Новогреческий словарь
ολισθηρός
ολισθηρός
скользкий
;
~ δρόμος — прям., перен. скользкий путь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скользкий
? —
ολισθηρός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολισθηρός
? — скользкий
#
(ново)греческий словарь
—
υδροϊώδιο
—
μοναχός
—
εξηγητικός
—
ξεπεταρούδι
—
ακρύσταλλος
—
ρίζωμα
—
ενεδρεύω
—
ανέκκλητος
—
πισκαλώ
—
βαμβακέμπορος
—
κατάκοιτος
—
θεοδολίδιον
—
ανεμόσυρμα
—
βυρσοδεψία
—
μελετητής
—
σαμόλαδο
—
περίφραξη
—
μακάστα
—
κονσερβοποιία
—
ολιγόσιτος
—
βρώμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве