|
(αόρ. προδιετέθην) быть предрасположенным (к чему-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть предрасположенным? — προδιατίθεμαι как с (ново)греческого переводится слово προδιατίθεμαι? — быть предрасположенным — ωογένεση — φιλανθής — ολιγαρκής — έκκεντρο — γύπας — κατηγορουμένη — συμβιβάζω — μισθοδοτούμαι — δένδρο — αμάχη — κρίμα — αλλιγάτορας — σαβούρα — ωτίον — ανταπόδομα — προκληροδοτώ — ανελήφθην — αλήθευση — ελονοσία — τετράμηνος — ψιττακίαση |
|||