Новогреческий словарь
προδιατίθεμαι
προδιατίθεμαι
(αόρ. προδιετέθην)
быть предрасположенным
(к чему-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быть предрасположенным
? —
προδιατίθεμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
προδιατίθεμαι
? — быть предрасположенным
#
(ново)греческий словарь
—
αντεξορμώ
—
ξυλοκόπημα
—
κακογράφω
—
ευεπίφορος
—
ελληνορράπτης
—
παράλιος
—
κοντόβραδο
—
χηνοτροφία
—
εργοτίνη
—
καμινετάκι
—
πλεονεκτικότητα
—
ιχθυοκομικός
—
ζωόφιλος
—
ατσαλωμένος
—
φόνος
—
γλυκόξυνος
—
διαβούλευση
—
ζαρζαβατικό
—
αχτή
—
εκατονταετία
—
πυρπολικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве