|
праздничный; ~ή όψις τής πόλεως — праздничный вил города #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово праздничный? — εορταστικός как с (ново)греческого переводится слово εορταστικός? — праздничный — αποτύπωση — αγέρωχος — ανομολόγητος — πολωτής — κρεατώνω — ξέρασα — χοντροκομμένος — ταρτουφισμός — αχυρί — ηλεκτροσυγκολλητής — υποστηριχτής — μουσικομανία — κουτσοπερνάω — ξεμυγιάζω — έντιμα — ζα — χρυσοποιία — δάδιασμα — αμερολήπτως — μαμμόθρεφτος — αυθεντικός |
|||