|
препараторский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово препараторский? — παρασκευαστικός как с (ново)греческого переводится слово παρασκευαστικός? — препараторский — αρνοκλήσι — καθορευουσιάνα — εμπρεσσιονίστρια — δροσιό — αμετάλλακτος — αστροπελέκι — μπεμπές — κατασκοτώνομαι — εμμηνορροϊκός — καμίνιασμα — αποχαιρετιέμαι — προφητεία — ικετευτικά — ξεκάπνισμα — σφυρίζω — αστέρας — άφλεβος — ψηφοθέτης — σαϊτοθήκη — ιδιοσυγκρασία — νερουλός |
|||