|
ο доильщик, дояр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доильщик? — αρμεγάρης как на (ново)греческом будет слово дояр? — αρμεγάρης как с (ново)греческого переводится слово αρμεγάρης? — доильщик, дояр — σκληραγώγηση — βερνικωτός — ξαναμηνώ — μαυρειδερός — Μαυράκης — άνομβρος — περισκόπιο — άρνειος — καββαλιστικός — ανθρωπόμορφος — τελίτσες — αγγελτήριος — ειρηνοδικειακός — κεντράδι — προβειά — σαλπάρω — νυχτοκόπος — γυροσκόπιο — βόρακας — πυριτικός — θρεφτάρι |
|||