|
Убежденный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεπεισμένος? — — ατρόμητος — παραμίλημα — κολάϊ — στουφλέκα — ρίξιμο — μαρμαράδικο — ειδήμων — ποικιλομορφία — αξιοθαύμαστος — αγένεια — κοοδουνίζω — αμφίψωμο — διέδραμον — ταΐνι — σύρσιμο — μαζέττα — εγκαλεστής — ξυπνάω — ηδονή — άκρατος — μετεργασιακός |
|||