|
: -νο αντίγραφο — заверенная копия #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντιπεφωνημένος? — — κεκλημένος — ξεσφίγγω — αρχιθησαυροφύλακας — βουτσινά — εκμαυλιστικά — ξεχειμώνιασμα — ψιλολογάω — πλήττω — γελόκλαμα — κατεπάνω — σαπωνοποιία — μισοκοίλι — τιράντες — εκμαρτυρία — αναρροφητήρας — Ικάρων Σχολή — μπαγαποντιά — αναζωγραφώ — καλοπερασάκιας — μυγοσκοτώστρα — χειρίζομαι |
|||