Новогреческий словарь
αντιπεφωνημένος
αντιπεφωνημέν|ος
:
-νο αντίγραφο — заверенная копия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιπεφωνημένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σποριαρης
—
φεγγοβολώ
—
μεταξοσκωληκοτρόφος
—
γατήσιος
—
κουτσαύτης
—
βωλοδέρνω
—
σχεδιαστής
—
πυλαίος
—
πλατοπρόσωπος
—
ασκιαγράφητος
—
εμφρακτικός
—
ξακουσμένος
—
ασύζευκτος
—
αλφαβητικός
—
αποκάτωθε
—
ναύλοχος
—
οπλοδιορθωτής
—
ενδιαίτημα
—
αδέκαστος
—
χρυσοποικιλτής
—
δαχτυλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве