|
η перестраховка, перестраховывание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перестраховка? — αντασφάλεια как на (ново)греческом будет слово перестраховывание? — αντασφάλεια как с (ново)греческого переводится слово αντασφάλεια? — перестраховка, перестраховывание — ορεκτικότητα — αλατοειδής — αξιοθαύμαστος — αποτελούμαι — διψομανία — ανεμογεννήτρια — σύμφορος — προεμβάζω — αλβανικά — ψεύτης — επισημείωση — ξανα- — διηλώνω — αχρεώστητα — ευμήκης — γλυκερίνη — πικροκαρδισμένος — χαύνωση — φούντωμα — δερματοπωλείο — ευκοσμία |
|||