|
η выливание; разливание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выливание? — διέκχυση как на (ново)греческом будет слово разливание? — διέκχυση как с (ново)греческого переводится слово διέκχυση? — выливание, разливание — χοντρικά — σχολαστικός — κομματόσκυλο — γουρλωτός — ανοσφρησία — γεμέλλικος — αποστασιοποιούμαι — αλατοπηγία — προπερισπώ — οξυδέρκεια — ζωγραφω — λιοφάγος — πολυβασανισμένος — ωοθήκη — πετρελαιοφόρο — ελεήμονος — υπάρχω — μενετός — μαυρόψαρο — τακτός — παιδιά |
|||