|
шелушиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шелушиться? — απολεπιδούμαι как с (ново)греческого переводится слово απολεπιδούμαι? — шелушиться — μονότροπος — νεραϊδογέννητος — αστραποβόλι — αποτρεπτικός — προσωπικό — πιλοτικός — αποχωρίζομαι — ψευδωνυμία — δίκωχο — χονδρομέταξα — απέθανα — καταρράχτης — ακαλάμιαστος — αιθερόπλαστος — ορμέμφυτα — γραφίτης — αποδίνω — χιλιοστημόριον — αμοιασιά — Ζυγός — αναμέλπω |
|||