|
η ихтиография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ихтиография? — ιχθυογραφία как с (ново)греческого переводится слово ιχθυογραφία? — ихтиография — γουρνάρτις — συγκράτηση — σουβαδίζω — κωλοβρέχτης — αποφράζω — δονούμαι — λευκωματούχος — μάσαλλα — εναρμονίστρια — χορταριασμός — εξολοθρευτής — αυτοπεριορισμός — Άτλας — πηλοπλαστική — ταυτοφωνία — ψιλώ — εξηκοντάκις — μοναρχικός — ζηλιάρικος — αναβιβαστήρας — ανδρωνίτης |
|||