|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατσικοπόδαρη? — — βαζελίνη — οπωροκηπευτικά — ευποιδευσία — λάφι — χολώνω — παγωμάρα — αγορήτρια — επικροτώ — οινολογικώς — κούμπωμα — λιβανωτός — αντινομιστικός — μαρκάλισμα — ανθέλληνας — μαυρολογώ — καθησυχάζω — εμέ — τουλουπάνι — σαγματοπωλείο — καπιταλιστής — παχύδερμος |
|||