|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαπιστευμένος? — — λωποδυτάκος — όρος — χλωρίδα — μονιμοποιώ — γάμμα — δεματαριά — κωδωνοκρούστης — άρκλα — συκοπιτταρίδα — φρέζα — αναξιοπρέπεια — φυτογεωγραφικός — ιραδές — καραγκιοζλίκι — σελλοποιείον — μυοτομία — κηλιδωμένος — αποσκιά — σκαφείον — εικοστημόριο — κινητό τηλέφωνο |
|||