|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λευκάνσιμος? — — απροσδιοριστία — χαλκούχος — γιαγέρνω — κοντανάσασμα — στράφυλο — εξιχνιάζω — νευρασθενής — πουκαμίσα — λευκοπώγων — ασήκισσα — γλυκαρμενίζω — τυλιχτός — παγοθραυστικός — μάντρωμα — αμαξάδικος — ξεπληρώνω — μυομήτριο — συγκάνω — σκαλεύω — απριλινός — υαλοσκεπής |
|||